- καμάραν
- καμάρᾱν , καμάραanything with an arched coverfem acc sg (attic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CAMERA — I. CAMERA Apostolica, Pontificis thesaurus est, et Patriarchium aliquando dicitur. Unde autem sumebat ea, quae ad usum sui corporis erant necessaria? Dicit Beatus manifeste de Patriarchio Romano, etc. Nescitis Ecclesiam Romanam? Dico enim vobis,… … Hofmann J. Lexicon universale
Αραβική χερσόνησος — Χερσόνησος (3.000.000 τ. χλμ., 48.000.000 κάτ. το 2000) της νοτιοδυτικής Ασίας, περιοχή άξενη και ανεξιχνίαστη, που για πολύ καιρό εξακολούθησε να περιβάλλεται από μυστήριο, όπως και οι κάτοικοί της, οι Άραβες. Γιαζιράτ αλ Αράμπ (νησί των… … Dictionary of Greek
Λατώ — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων της Κρήτης. 1. Λ. η προς Καμάραν. Πήρε την ονομασία της από μια θολωτή γέφυρα που ένωνε μία μικρή λίμνη με τη θάλασσα. Βρισκόταν στον σημερινό Άγιο Νικόλαο. 2. Λ. η ετέρα. Βρισκόταν στην τοποθεσία Γουλάς, κοντά στους… … Dictionary of Greek